ἄκαμπτος — unbent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκαμπτος — η, ο (Α ἄκαμπτος, ον) [καμπτός] 1. εκείνος που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει ή δεν έχει λυγίσει «ἄκαμπτος κλάδος» 2. μτφ. όποιος δεν υποχωρεί, ανένδοτος «άκαμπτη αποφασιστικότητα» «ἄκαμπτοι βουλαὶ» (Πίνδ. Πυθ. 4, 72) 3. μτφ. αυτός που δεν υποχωρεί… … Dictionary of Greek
ἀκαμπτότατον — ἄκαμπτος unbent masc acc superl sg ἄκαμπτος unbent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτως — ἄκαμπτος unbent adverbial ἄκαμπτος unbent masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκαμπτον — ἄκαμπτος unbent masc/fem acc sg ἄκαμπτος unbent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτοις — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτου — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτους — ἄκαμπτος unbent masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτων — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάμπτῳ — ἄκαμπτος unbent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)